- ἀκάπνων
- ἄκαπνοςwithout smokemasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκρηκτικές ύλες — Ουσίες ή μείγματα ουσιών, τα οποία σε συνθήκες μιας εξωτερικής διέγερσης μπορούν να μετατραπούν ταχύτατα –με μία εξώθερμη αντίδραση αποσύνθεσης που συνοδεύεται συνήθως από καύση– σε έναν μεγάλο όγκο αερίων και ουσιών πτητικών σε υψηλή θερμοκρασία … Dictionary of Greek
Άμπελ, Φρειδερίκος Αύγουστος, σερ — (Sir Frederick Augustus Abel, Λονδίνο 1827 – Γουάιτχολ Κορτ 1902). Άγγλος χημικός. Πραγματοποίησε σπουδαίες έρευνες και έλυσε διάφορα τεχνικά προβλήματα σχετικά με τη δυνατότητα ανάφλεξης του πετρελαίου, την παραγωγή του χάλυβα και την εφαρμογή… … Dictionary of Greek